ΑΝΘΕΛΛΗΝΑΡΑΣ / ANTHELLENATOR

The Anthellenator - Greek Judgment Day ✡ Ⓐ ☭ ☢

The tyrannical AI government known as "SKYGREECENET" became self-aware and lead Greece to the point of Absolute Chaos and Total Fascism. The government-trained humanoids "₪ SIEG-HELLA-SS-88 ₪" have risen. The only hope for salvation is an emotionless and efficient killing machine called Anthellenator, a cyborg assassin programmed by "The NWO Resistance". After successfully wiping the first wave of Greek Drones, the Anthellenator is back to initiate the Greek Judgment Day.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Anthellenic Νotes #29 - Μικρασιατική Εκστρατεία




Anthellenic Νotes #29 - Μικρασιατική Εκστρατεία




25 Αυγούστου 1921: Η Στρατιά Μικράς Ασίας, αφού δεν μπόρεσε να διασπάσει την τουρκική τοποθεσία στη Μάχη του Σαγγαρίου και να εισέλθει στην Άγκυρα, μεταπίπτει σε κατάσταση άμυνας.
25 Αυγούστου 1922: Χάνει τη μάχη ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία. Η πόλη της Σμύρνης παραδίνεται στους Συμμάχους. Αρχίζει η έξοδος του Ελληνισμού της Σμύρνης, αλλά και των προσφύγων της ενδοχώρας που ακολουθούν την υποχωρητική κίνηση του Ελληνικού στρατού και έχουν ήδη συρρεύσει στην πόλη, προς την νησιωτική Ελλάδα. Ο Λόρδος Κώρζον προτείνει την ανάληψη της προστασίας των μειονοτήτων στην Θράκη και την Ανατολή από την Κοινωνία των Εθνών.

Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή. Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή. Ο Ελληνικός Στρατός έχασε από το στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ και υποχώρησε, πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι άλλοι έφυγαν. Αρκετοί έμειναν πίσω. Τι έλεγαν οι πατριώτες για όσους έμειναν πίσω?
(Ακολουθεί άρθρο του Luben)

Σε απόσπασμα που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής:
Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη  για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα». Kι αυτό γιατί στα μάτια της βασιλικής παράταξης στην Ελλάδα όλοι οι Μικρασιάτες ήταν τσιράκια του Βενιζέλου. Άρα, ποινή θανάτου δια της εγκατάλειψης, καθώς ξεμένουν για να διαλέξουν ανάμεσα στην πυρκαγιά, τον πνιγμό ή τους Τούρκους που έρχονται με άγριες διαθέσεις. Τhe end.

Προς μεγάλη δυστυχία των Βασιλικών όμως, κάποιοι από τους φουκαράδες πρόσφυγες τα καταφέρνουν να γλιτώσουν από όλα αυτά και έρχονται στην Ελλάδα πάμφτωχοι και εξαθλιωμένοι έχοντας πουλήσει ό,τι είχαν και δεν είχαν για να μπουν σε ένα καράβι και τα αδέρφια τους στην Ελλάδα θα τους βοηθήσουν όπως μπορούν.

Ή και όχι, οπως θυμάται ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του:
«Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε.
Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου…
Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν' αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες».

Έχει αρχίσει να βρωμάει κάτι, έτσι; Ας δούμε τι γράφει ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας:

«Η βρισιά τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκατοουγλούδες, παληοαούτηδες κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…» Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό. τόσο στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες.»

Ή ο μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος:
«Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.»

Aκόμα πιο γλαφυρά τα καταγράφει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
«Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»

Οι Μικρασιάτες τότε απελπισμένοι κατέληξαν σαν πρόσφυγες μέχρι και στο Χαλέπι της Συρίας (!), απ' όπου μας έρχονται σήμερα άλλοι απελπισμένοι πρόσφυγες, Σύροι αυτή τη φορά, για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και διάφοροι Έλληνες να ζητούν να τους στείλουν στον πάτο της θάλασσας.

Όταν άρχισε να μιλάει το χρήμα

Αυτή ήταν μόνο η αρχή των δεινών για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, όπου αρχικά σύμφωνα με τους ντόπιους φταίνε για την ίδια την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, και προφανώς όχι οι ηλίθιοι που τη διέταξαν.

Οι βρισιές αυτές απευθύνονται σε ένα κόσμο ο οποίος τραβάει απίστευτα ζόρια και πεθαίνει κατά συρροή από τις κακουχίες: με βάση τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, σε πολλές περιοχές της νέας τους εγκατάστασης κατά τα πρώτα χρόνια πέθανε από τις κακουχίες το 20% των προσφύγων, ενώ αντιστοιχούσε 1 γέννηση σε 3 θανάτους. Aυτό καθόλου δεν πτόησε τα ντόπια κοράκια, που το μόνο που είδανε ήταν απειλή για τα λεφτά που βγάζανε ή μπορούσαν να βγάλουν.

Και όταν μιλάμε για λεφτά, το πρώτο ζήτημα που μπαίνει στο τραπέζι είναι τα κτήματα των Μουσουλμάνων που έφυγαν από την Ελλάδα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, τα λεγόμενα «ανταλλάξιμα».
Όταν πάει η συζήτηση στην περιουσία, οι ντόπιοι αποφασίζουν ότι οι πρόσφυγες που τα δικαιούνται είναι όντως ανεπιθύμητοι καθώς θέλουν να τους τα φάνε. Όπως πχ, στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας, όπου οι ντόπιοι καταγράφονται στην εφημερίδα Παμπροσφυγική να λένε ότι: «(…) θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων»

O ρατσισμός άρα των ντόπιων Ελλήνων προς τους πρόσφυγες Έλληνες, υπάρχει για βασικούς λόγους όπως τα κτήματα. Όταν πχ σκοτώνεται ένας πρόσφυγας από ένα ντόπιο στη Νιγρίτα Σερρών, η ίδια εφημερίδα θα γράψει:
 «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».

Τελικά οι ντόπιοι Έλληνες επιτέθηκαν στους πρόσφυγες Έλληνες για να τους φάνε τα χωράφια, οπότε το ρεπορτάζ της Παμπροσφυγικής θα γράψει:
«ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»

Στις πόλεις που δεν υπάρχουν κτήματα, το παραμύθι ήταν ότι οι πρόσφυγες έχουν καταλάβει την πόλη, όπως καλή ώρα λέγεται σήμερα όταν κλαίγεται η Κική Δημουλά ότι της πήραν οι μετανάστες το παγκάκι της. Το σημειώνει ο εκπαιδευτικός Αντώνης Τραυλαντώνης στο βιβλίο του, όπου ο αφηγητής αναζητά κάποιον παλιό γνωστό του στη Νεάπολη (Εξαρχείων):
«Το σπίτι ήταν ξεκαινουργωμένο αλλά ευκολογνώριστο, στην πινακίδα όμως εδιάβασα κάποιο άγνωστό μου όνομα, κάτι …όγλου. Και στη θέση του καπνοπωλείου, αλλά με έκταση μεγαλύτερη, βρίσκονταν ένα ζαχαροπλαστείο, όπου μου φάνηκε ότι άκουσα όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα. Κατάλαβα ότι και ο διευθυντής και η πελατεία ήταν πρόσφυγες, που είχαν αρχίσει από τότε να νοικοκυρεύονται.»
«Τα πλατειά ρολά και οι πλούσιες βιτρίνες ήταν εκεί, εκεί ψηλά ήταν και η μεγάλη πινακίδα, πουθενά όμως ο Αλέξανδρος και η Αννα Κομπολογά, στη θέση τους ο “Ζαχαρίας …όγλου”. Αυτή η ογλοκρατία (με συγχωρείτε για την κρυάδα) που έμελλε σε λίγο να κυριαρχήση στην Αθήνα μας, είχε αρχίσει από τότε, καθώς φαίνεται. »

«Τουρκόσποροι»

Το παραμύθι της ογλοκρατίας, θα καταλήξει ένα χρόνο μετά την Καταστροφή στο να ζητούνται πογκρόμ για να καθαρίσει η Αθήνα από τους Τουρκόσπορους, όπως λέγανε τους πρόσφυγες οι μοναρχικοί. Στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις στήλες του Ολυμπίου Διός το 1923 λοιπόν, ακούγεται το μάλλον προβλέψιμο «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες». Αυτή τη στάση δεν την κράταγαν μόνο οι αμόρφωτοι οπαδοί του Βασιλιά, αλλά και ο εκδότης της γνωστής μας Καθημερινής, Γεώργιος Βλάχος, ο οποίος ακόμα και το 1928, κάποια χρόνια πριν καλωσορίσει τους Γερμανούς στην Αθήνα χαρακτήριζε τους πρόσφυγες «προσφυγική αγέλη». Σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας κυρίας «στην Τουρκία μας ονομάζανε Έλληνες και στην Ελλάδα Τούρκους»

Ο βουλευτής Σπετσών Περικής Μπουρμπούλης θα πει το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι «οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είναι πιο Ρωμιοί από σας», ενω ο Νίκος Κρανιωτάκης, μοναρχικός εκδότης του «Πρωινού Τύπου», θα απαιτήσει το 1933, στην εφημερίδα του, να φορέσουν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια για να τους ξεχωρίζουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες. Να, ας πούμε όπως οι Ναζί έβαλαν τους Γερμανοεβραίους να φοράνε κίτρινα περιβραχιόνια για να τους ξεχωρίζουν και να τους αποφεύγουν οι Γερμανοί.

 Οι πρόσφυγες θα συνεχίσουν για χρόνια να αντιμετωπίζουν τη βία των μοναρχικών ντόπιων, ως πραγματικοί ή υποτιθέμενοι Βενιζελικοί. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 περιγράφεται ως εξής από το Σπύρο Λιναρδάτο:
«Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»

Τότε και τώρα και πάντα

Ίδια αντιμετώπιση, είχαν από τους συντηρητικούς ντόπιους οι Έλληνες πρόσφυγες  που ήρθαν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μετά την κατάρρευση το 1991.
Να δύο αποσπάσματα από το βιβλίο «Η μυστική ιστορία της Θεσσαλονίκης», του συγγραφέα Μάριου Μαρίνου Χαραλάμπους:
 «Ενώ προτιμούμε να φέρνουμε όλους τους άχρηστους όχλους από τον Καύκασο, τη Γεωργία και τα Βαλκάνιαελεώντας τους με ελληνοποιήσεις και βαπτίσματα και καταστρέφοντας έτσι με τη φτώχεια τους ήδη φτωχούς Έλληνες και στερώντας τη νεολαία μας από την εύρεση εργασίας….»
«με τους Ποντίους που ήλθαν εδώ από τις ασιατικές ακτές αγράμματοι και χωρίς γνώση ξένων γλωσσών… Με τους Ασιάτες ορθόδοξους χωρικούς που έφεραν το 1922 και αυτούς που συνεχώς φέρνουν από τα ανθρώπινα απορρίματα του Καυκάσου…»

Ίδια αντιμετώπιση είχε και το πρώτο κύμα. Το 1914, οι Έλληνες του Πόντου εξεγείρονται κατά των Τούρκων και οι Τούρκοι τους τσακίζουν χωρίς πολλά-πολλά.
Από το 1916 αρχίζουν να έρχονται πρόσφυγες, 400.000 περίπου χριστιανοί Έλληνες του Πόντου που ζητάνε τη βοήθεια της μαμάς Πατρίδας. Τι γίνεται λοιπόν με την πάρτη τους; Ας δούμε μια ανταπόκριση της εποχής από την εφημερίδα «Εφημερίς των Βαλκανίων»:

«Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»

Αυτοί ήταν πάντα οι πατριώτες ελληναράδες. Τότε λέγανε Τουρκόσπορους τους Έλληνες πρόσφυγες της Σμύρνης και τους κυνήγησαν, πλέον έχουν κάνει τη Καταστροφή της Σμύρνης σημαία κατά των «κακών Τούρκων που μας μισούν». Τα ίδια και με τους Πόντιους, τα ίδια και με τους Έλληνες πρόσφυγες  που ήρθαν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τα ίδια και στη Κατοχή με τους δοσίλογους, τα ίδια κι επί Χούντας. Οι πατριωταράδες πάντα έβρισκαν ένα ηγέτη, βασιλιά ή δικτάτορα, εγχώριο ή ξένο, ώστε να συνεργαστούν μαζί του και να βγάλουν όλο τους τον ρατσισμό στη διαφορετικότητα. Γιατί εν τέλει, όταν ένας λαός έχει στη πλειοψηφία του βυθιστεί μέσα στο ρατσισμό, δεν έχει σημασία αν το «ξενόφερτο» είναι μαύρο ή άσπρο, Πακιστανικής ή Ελληνικής καταγωγής, από τη Συρία το 2015 ή από τη Σμύρνη το 1922. Ο ρατσισμός πάντα θα επικεντρώνεται να καταστρέψει τη διαφορετικότητα.





Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Η Νέα Γενιά




Η Νέα Γενιά.

Μεγαλώσαμε όλοι ακούγοντας συνέχεια για τα «παλιά ωραία χρόνια». Οι παλαιότερες γενιές που υποτίθεται πως τα έκαναν όλα σωστά, οι παλιότερες εποχές που ήταν πιο αγνές (μη περιμένετε κανέναν να εξηγήσει τι εννοεί με την «αγνότητα»), τα παλιά ήθη και έθιμα που πρέπει να τηρούνται, κι ένα σωρό ωραιοποιημένες αηδίες που εξυμνούν την παλιά γενιά ως πολύτιμη αντίκα.

Όλα αυτά έρχεται να τα συμπληρώσει και η σιχαμένη και κατάπτυστη έννοια του σεβασμού. Στον ελλαδικό χώρο ειδικά, ξεκινά από το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Η πατρίδα είναι αυτό το απροσδιόριστο κομμάτι γης, του οποίου τα σύνορα δε παρέμειναν ίδια για 100 συνεχόμενα χρόνια σε ολόκληρη την ιστορία του. Τίποτα το ιερό και όσιο και πολύτιμο και καταπληκτικό και ιστορικό, απλά γη, δηλαδή χώμα, πέτρες, λάσπες και νερά, για τα οποία κάποιοι θεωρούν πως είτε πρέπει να τα λατρεύουν, είτε πρέπει να μισούν όποιον θεωρούν πως θέλει να τους τα πάρει, ή και τα δύο μαζί. Η θρησκεία είναι μια νομιμοποιημένη μαζική φαντασιοπληξία, η οποία βασίζεται σε ένα συνονθύλευμα κειμένων κάποιων βοσκών και ψαράδων σε κάποια έρημο πριν μερικές χιλιάδες χρόνια καθώς και σε μερικά οράματα για πολέμους και το τέλος του κόσμου κάτι γερόντων που πήραν τα βουνά και τους βάρεσε η ζέστη και το υψόμετρο. Όλα αυτά τα παραμυθάκια νομιμοποιήθηκαν από την εκάστοτε εξουσία για να χαλιναγωγούν τη μάζα και εγένετο θρησκεία. Τέλος η οικογένεια είναι οι άνθρωποι που σε μεγαλώνουν και σου δίνουν τα βασικά εφόδια για τη ζωή. Πολλές φορές, αυτοί μπορεί να είναι και οι άνθρωποι που σε έφεραν στη ζωή, αλλά τις περισσότερες φορές, η έννοια της οικογένειας δε περιορίζεται στο κλειστό οικογενειακό περιβάλλον το οποίο μας έφερε στη ζωή. Ένα περιβάλλον που τις περισσότερες φορές δε μας δέχεται απόλυτα όπως είμαστε, μας περιορίζει την εκφραστικότητα, μας τιμωρεί χωρίς λόγο, μας βάζει στο ιδανικό καλούπι που έχει φτιάξει για εμάς επειδή έμαθε από τις προηγούμενες γενιές να μας μεγαλώνει με πεπαλαιωμένα ήθη κι έθιμα, ώστε να μας φτιάξει κι εμάς κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της παλαιότερης γενιάς. Κανένας σεβασμός για το συγκεκριμένο τρίπτυχο λοιπόν, όπως δε χρειάζεται και κανένας σεβασμός γενικότερα.

Από το φιλικό, σχολικό και εργασιακό περιβάλλον μέχρι τις προσωπικές προτιμήσεις και τα ιδεολογικά, μουσικά ή κινηματογραφικά ινδάλματα που έχει ο καθένας, είναι όλα κομμάτια του παζλ που μας φτιάχνει ως προσωπικότητες. Χρήσιμα και ουσιώδη, όπως ένα εργαλείο που χρειάζεσαι μια συγκεκριμένη στιγμή για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Έτσι όπως δε θα είχες σεβασμό για το εργαλείο, δε χρειάζεται και σεβασμός για όλα τα υπόλοιπα. Και όποιος απαιτεί το σεβασμό σου επειδή θεωρεί πως του τον χρωστάς, απλά αναπαράγει την εμετική υποκρισία μιας δήθεν ανωτερότητας και σοβαροφάνειας.

Ο σεβασμός σε κρατάει πίσω, η ασέβεια σε πάει μπροστά. Μόνο με την ασέβεια, την αμφισβήτηση και τη γνώση, μπορεί να προχωρήσει μια νέα γενιά και να προοδεύσει, αλλιώς το μόνο που θα καταφέρει είναι να γίνει ένα κακέκτυπο της προηγούμενης. Δεν είναι ωφέλιμο να απορρίπτεις μια γενιά τα παλιά ήθη κι έθιμα, όταν ακολουθεί πιστά τη κάθε νέα μόδα. Η γνώση απελευθερώνει.

Η γνώση όμως είναι και δίκοπο μαχαίρι. Για άλλους σημαίνει πως πρέπει να επαναπαυθούν πλέον διότι έμαθαν όσα ήταν απαραίτητο να μάθουν, για άλλους όμως, σημαίνει πως πρέπει να μη τα παρατήσουν ποτέ, να μαθαίνουν περισσότερα, να αξιοποιήσουν όσα μαθαίνουν, έτσι ώστε να κάνουν βήματα προς τα εμπρός, ως άτομα αλλά και ως μέλη μιας κοινωνίας. Η γνώση δε πρέπει να οδηγεί σε έπαρση γιατί όπως έλεγε και ο George Orwell, η κάθε γενιά πιστεύει πως είναι πιο έξυπνη μεν από την προηγούμενη, αλλά και σοφότερη δε από την επόμενη.

Οι παλαιότερες γενιές κουβαλάνε μαζί τους και πολλές φοβίες, που τις κράτησαν δέσμιες στο να μη μπορούν να εξελιχθούν. Ακόμα και διακεκριμένοι επιστήμονες, είχαν μια υποβόσκουσα τεχνοφοβία. Ο Albert Einstein φοβόταν πως η τεχνολογία θα ξεπεράσει την ανθρώπινη επαφή. Τελικά όμως η η νέα γενιά τον διέψευσε, αγκαλιάζοντας την τεχνολογία και μέχρι ενός σημείου, καταφέρνοντας να την κάνει μέρος της ανθρώπινης επαφής.

Ο όρος «γενιά» χρησιμοποιείται ενίοτε και σαν μπαμπούλας ή πολιτική σκοπιμότητα. Τόνοι μελάνι έχουν χυθεί για τη «Γενιά του Πολυτεχνείου», που ξεπούλησε τα όνειρα και τους αγώνες της στο βωμό του προσωπικού οφέλους και έυκαιριακού ή δια βίου βολέματος. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τουλάχιστον όχι έτσι όπως παρουσιάζεται από τον εκάστοτε τρομολάγνο ψηφοθήρα.

Η κάθε γενιά έκανε αυτό που είτε μπορούσε ή της επιβλήθηκε να κάνει λόγω των συγκυριών. Έτσι μπορεί κάποιος να πει, πως η γενιά του Πολυτεχνείου πούλησε τους αγώνες της, η γενιά του ’80 ήταν σοσιαλιστές, η γενιά της Χούντας χειροκρότησε το δικτάτορα, η μεταπολεμική γενιά ήταν ριψάσπιδες διότι έφυγαν μετανάστες από Αυστραλία μέχρι Αμερική, κι ούτω καθεξής. Είναι ανούσιο και μη εποικοδομητικό να μπει κάποιος σε μια τέτοια διαδικασία. Όπως είναι ανούσιο κι ένας γονιός να κρίνει αρνητικά τη γενιά του παιδιού του, όταν το παιδί του παίζει από προεφηβική ηλικία με smartphone, ενώ ο γονιός του σε εκείνη την ηλικία έτρωγε χώμα κι έντομα.

Η δική μου γενιά πάντως επαναπαύθηκε. Οι σημερινοί τριαντάρηδες. Όσες περιοχές, όσα σχολεία, όσες παρέες, περιβάλλοντα, οργανώσεις κι αν άλλαξα, δεν είδα κάτι διαφορετικό. Δεν υπήρχε. Καμία δίψα για γνώση, καμία οργή για αλλαγή, καμία έκρηξη αμφισβήτησης. Δε χρειάστηκε άλλωστε γιατί τα βρήκαμε έτοιμα, μασημένη τροφή. Μεγαλώσαμε βλέποντας τις πολιτικές φιγούρες περισσότερο σαν καρικατούρες, κι ενώ γελάγαμε με τους τσακωμούς παππούδων και θείων μας για τα μεγάλα κόμματα, καταλήξαμε να ψηφίζουμε τα ίδια. Είδαμε να γίνονται μεγάλα έργα, είδαμε το ευρώ να έρχεται, είδαμε Ολυμπιακούς Αγώνες, Μουντιάλ, Eurovision, θαμπωθήκαμε με φανταχτερά ανοσιουργήματα δίχως να βλέπουμε το βούρκο που τα περιέβαλλε. Και όταν ζαλισμένοι πλέον ακούσαμε για «οικονομική κρίση», αρχίσαμε να γελάμε, να φωνάζουμε πιο δυνατά στο γήπεδο, να χορεύουμε περισσότερο πάνω στο τραπέζι. Κι όταν πήρανε και το γήπεδο και το τραπέζι, νευριάσαμε με τον μετανάστη και ψηφίσαμε και τους Νεοναζί. Όμως αυτός που νευριάζει μόνο όταν ξεβολευτεί, δεν είναι επαναστάτης, αλλά παρτάλι.

Γι αυτό έχω και θα έχω ελπίδα για τη νέα γενιά. Γιατί είναι μια γενιά που δε μεγαλώνει με τη δική μας μασημένη τροφή, αλλά σε ένα κόσμο που σιγά σιγά τα ανθρώπινα δικαιώματα κερδίζουν έδαφος μπροστά στα δικαιώματα της Εκκλησίας. Γιατί η αμφισβήτηση και η αποχή από τις εκλογές κερδίζουν έδαφος μπροστά στον εκάστοτε ακροδεξιό ρήτορα ή όψιμο πολιτικό Μεσσία.

Προσωπικά μεγάλωσα σε ένα σχετικά αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον. Η οικογένειά μου είναι τεράστια, κάποτε προσπάθησα να τη γνωρίσω όλη αλλά δε τα κατάφερα ποτέ. Ένα μεγάλο μέρος της είναι κληρικοί κι ένα άλλο μέρος της που δε ζει πλέον ήταν ένστολοι. Μεγάλωσα από 5-6 χρονών παιδί, έχοντας καλή σχέση με το κατηχητικό, την Εκκλησία, τον κλήρο και τους ένστολους. Μικρό παιδί μάλιστα είχα κάνει και τάμα στη Τήνο, τη γνωστή Μπουσουλοδρομία. Ήταν η γιαγιά μου άρρωστη και είχα δει ένα όνειρο πως θα πέθαινε, οπότε μου είπαν να κάνω τάμα στη ΜΠΑΝΑΓΙΑ να γίνει καλά. Παιδάκι. Μπουσουλώντας. Στην Τήνο. Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό (11-12 χρονών) και να πάω Γυμνάσιο, όπου πήγαμε σε μια έκθεση βιβλίου κι επιτέλους διάβασα για την Αναρχία, την Αθεΐα, το ρόλο του Κράτους, τις διαφορετικές κοινωνίες, τα αίτια πολέμων και μετανάστευσης, είχα οργώσει Εκκλησίες, μοναστήρια και κατηχητικά, ενίοτε κι ως παπαδάκι. Κι αυτό το νοσηρό, διεθφαρμένο και μεσαιωνικό περιβάλλον δε το επιθυμώ για κανέναν. Ήταν όμως η τόσο μεγάλη επαφή μου με τη θρησκεία που με οδήγησε στην Αθεΐα, κι εν συνεχεία στη φυσική της εξέλιξη, τον Αντιθεϊσμό, την πλήρη αποκύρηξη αλλά και πόλεμο σε κάθε φανατισμό και δογματισμό. Έτσι όπως πρέπει να γίνεται.




Η νέα γενιά πάλι έρχεται σε ένα κόσμο που εν μέρει είναι και λίγο μόδα να είσαι Άθεος, να μη πηγαίνεις πολύ την Αστυνομία, να πετάς κανένα τσιτάτο από Αναρχία. Κάποιοι ενοχλούνται από αυτό, εμένα δε με πειράζει στο ελάχιστο. Μακάρι να ήταν «μόδα» όταν ήμουν κι εγώ μικρός που ήμουν ο από τους απειροελάχιστους και δακτυλοδεικτούμενους Αναρχικούς και Άθεους στον κοινωνικό μου περίγυρο. Ελπίζω και θα το παλέψω όσο μπορώ, οι μελλοντικές γενιές να γεννιούνται με περισσότερες παρόμοιες «μόδες» όπως ο π.χ. ο Αντισεξισμός και ο Αντικαπιταλισμός, που είναι ακόμα ταμπού λόγω ματσίλας και μοδάτου νεοφιλελευθερισμού.

Είναι πλήρως ανυπόστατα λοιπόν τα παραμύθια περί «ανίκανης νέας γενιάς», «απολύτως καμίας ελπίδα για τους νέους», «η γνώση έρχεται με την ηλικία», κλπ. Η νέα γενιά είναι και θα είναι πάντα καλύτερη,  διότι θα έχει τη γνώση όλων των παλαιότερων γενεών καθώς και τα λάθη αυτών.

Εν τέλει λοιπόν, η νέα γενιά θα έχει πάντα το δώρο της γνώσης. Κάθε νέα γενιά, θα γνωρίζει περισσότερα πράγματα από την προηγούμενη κι έτσι, στατιστικά, θα εξελίσσεται σε μια καλύτερη, πιο βελτιωμένη γενιά. Μια γενιά η οποία θα μπορεί μακροπρόθεσμα να βελτιώσει τον κόσμο προς το καλύτερο, αρκεί να μην αφεθεί και διαβρωθεί από τον όποιο «εύκολο δρόμο». Προσωπικά δεν έχω αλλάξει τις απόψεις μου στο ελάχιστο εδώ και 20 χρόνια, αντιθέτως, νιώθω να ενισχύονται με όσα νέα πράγματα μαθαίνω. Η νέα γνώση, μπορεί να αλλάξει τις απόψεις ή την ιδεολογία σου πλήρως, μόνο αν αυτές οι απόψεις και ιδεολογία δεν είχαν σταθερές βάσεις εξαρχής. Η νέα γενιά οφείλει να μαθαίνει, να αμφισβητεί και να ελπίζει για να της ανήκει το μέλλον και να μη διαιωνίζει το παρελθόν.

«You don’t have to be old to be wise» που λένε και οι Judas Priest και «Here comes the young, the new generation, you are the only ones who can make a change» που λένε οι Scorpions.

Ζήτω η Νέα Γενιά λοιπόν. Κι όταν έρθει η ώρα να μας χωρίσει ο Θάνατος από τη Ζωή, θα τον αγκαλιάσουμε, γνωρίζοντας πως κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε ώστε να δώσουμε μεν τα απαραίτητα εφόδια στη Νέα Γενιά, αφήνοντάς παράλληλα ελεύθερο το χώρο να τα αμφισβητήσει ή να τα βελτιώσει με τη μελλοντική γνώση, μια γνώση που εμείς δε θα μάθουμε ποτέ μας. Κι ας μας πετάξει εμάς στον κάλαθο των αχρήστων της Ιστορίας, μαζί με τα έθιμα, τις θρησκείες, τα κράτη, τα σύνορα, τις παραδοσιακές οικογένειες, τα παλιά βιβλία και τα αρχαία μνημεία. Το μέλλον τους ανήκει κι εγώ δε φοβάμαι για όσα γίνουν για μένα -ή για την υστεροφημία μου- χωρίς εμένα.