Η Νέα Γενιά.
Μεγαλώσαμε όλοι
ακούγοντας συνέχεια για τα «παλιά ωραία χρόνια». Οι παλαιότερες γενιές που υποτίθεται
πως τα έκαναν όλα σωστά, οι παλιότερες εποχές που ήταν πιο αγνές (μη περιμένετε
κανέναν να εξηγήσει τι εννοεί με την «αγνότητα»), τα παλιά ήθη και έθιμα που
πρέπει να τηρούνται, κι ένα σωρό ωραιοποιημένες αηδίες που εξυμνούν την παλιά
γενιά ως πολύτιμη αντίκα.
Όλα αυτά
έρχεται να τα συμπληρώσει και η σιχαμένη και κατάπτυστη έννοια του σεβασμού. Στον
ελλαδικό χώρο ειδικά, ξεκινά από το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Η πατρίδα
είναι αυτό το απροσδιόριστο κομμάτι γης, του οποίου τα σύνορα δε παρέμειναν
ίδια για 100 συνεχόμενα χρόνια σε ολόκληρη την ιστορία του. Τίποτα το ιερό και
όσιο και πολύτιμο και καταπληκτικό και ιστορικό, απλά γη, δηλαδή χώμα, πέτρες,
λάσπες και νερά, για τα οποία κάποιοι θεωρούν πως είτε πρέπει να τα λατρεύουν,
είτε πρέπει να μισούν όποιον θεωρούν πως θέλει να τους τα πάρει, ή και τα δύο
μαζί. Η θρησκεία είναι μια νομιμοποιημένη μαζική φαντασιοπληξία, η οποία
βασίζεται σε ένα συνονθύλευμα κειμένων κάποιων βοσκών και ψαράδων σε κάποια
έρημο πριν μερικές χιλιάδες χρόνια καθώς και σε μερικά οράματα για πολέμους και
το τέλος του κόσμου κάτι γερόντων που πήραν τα βουνά και τους βάρεσε η ζέστη
και το υψόμετρο. Όλα αυτά τα παραμυθάκια νομιμοποιήθηκαν από την εκάστοτε
εξουσία για να χαλιναγωγούν τη μάζα και εγένετο θρησκεία. Τέλος η οικογένεια είναι
οι άνθρωποι που σε μεγαλώνουν και σου δίνουν τα βασικά εφόδια για τη ζωή.
Πολλές φορές, αυτοί μπορεί να είναι και οι άνθρωποι που σε έφεραν στη ζωή, αλλά
τις περισσότερες φορές, η έννοια της οικογένειας δε περιορίζεται στο κλειστό
οικογενειακό περιβάλλον το οποίο μας έφερε στη ζωή. Ένα περιβάλλον που τις
περισσότερες φορές δε μας δέχεται απόλυτα όπως είμαστε, μας περιορίζει την
εκφραστικότητα, μας τιμωρεί χωρίς λόγο, μας βάζει στο ιδανικό καλούπι που έχει
φτιάξει για εμάς επειδή έμαθε από τις προηγούμενες γενιές να μας μεγαλώνει με
πεπαλαιωμένα ήθη κι έθιμα, ώστε να μας φτιάξει κι εμάς κατ’εικόνα και καθ’
ομοίωσιν της παλαιότερης γενιάς. Κανένας σεβασμός για το συγκεκριμένο τρίπτυχο
λοιπόν, όπως δε χρειάζεται και κανένας σεβασμός γενικότερα.
Από το φιλικό,
σχολικό και εργασιακό περιβάλλον μέχρι τις προσωπικές προτιμήσεις και τα
ιδεολογικά, μουσικά ή κινηματογραφικά ινδάλματα που έχει ο καθένας, είναι όλα
κομμάτια του παζλ που μας φτιάχνει ως προσωπικότητες. Χρήσιμα και ουσιώδη, όπως
ένα εργαλείο που χρειάζεσαι μια συγκεκριμένη στιγμή για ένα συγκεκριμένο σκοπό.
Έτσι όπως δε θα είχες σεβασμό για το εργαλείο, δε χρειάζεται και σεβασμός για
όλα τα υπόλοιπα. Και όποιος απαιτεί το σεβασμό σου επειδή θεωρεί πως του τον
χρωστάς, απλά αναπαράγει την εμετική υποκρισία μιας δήθεν ανωτερότητας και
σοβαροφάνειας.
Ο σεβασμός σε
κρατάει πίσω, η ασέβεια σε πάει μπροστά. Μόνο με την ασέβεια, την αμφισβήτηση
και τη γνώση, μπορεί να προχωρήσει μια νέα γενιά και να προοδεύσει, αλλιώς το
μόνο που θα καταφέρει είναι να γίνει ένα κακέκτυπο της προηγούμενης. Δεν είναι
ωφέλιμο να απορρίπτεις μια γενιά τα παλιά ήθη κι έθιμα, όταν ακολουθεί πιστά τη
κάθε νέα μόδα. Η γνώση απελευθερώνει.
Η γνώση όμως
είναι και δίκοπο μαχαίρι. Για άλλους σημαίνει πως πρέπει να επαναπαυθούν πλέον
διότι έμαθαν όσα ήταν απαραίτητο να μάθουν, για άλλους όμως, σημαίνει πως πρέπει
να μη τα παρατήσουν ποτέ, να μαθαίνουν περισσότερα, να αξιοποιήσουν όσα
μαθαίνουν, έτσι ώστε να κάνουν βήματα προς τα εμπρός, ως άτομα αλλά και ως μέλη
μιας κοινωνίας. Η γνώση δε πρέπει να οδηγεί σε έπαρση γιατί όπως έλεγε και ο George Orwell, η κάθε γενιά πιστεύει πως είναι πιο έξυπνη μεν από την προηγούμενη, αλλά
και σοφότερη δε από την επόμενη.
Οι παλαιότερες
γενιές κουβαλάνε μαζί τους και πολλές φοβίες, που τις κράτησαν δέσμιες στο να μη
μπορούν να εξελιχθούν. Ακόμα και διακεκριμένοι επιστήμονες, είχαν μια
υποβόσκουσα τεχνοφοβία. Ο Albert Einstein φοβόταν πως η τεχνολογία θα
ξεπεράσει την ανθρώπινη επαφή. Τελικά όμως η η νέα γενιά τον διέψευσε,
αγκαλιάζοντας την τεχνολογία και μέχρι ενός σημείου, καταφέρνοντας να την κάνει
μέρος της ανθρώπινης επαφής.
Ο όρος «γενιά»
χρησιμοποιείται ενίοτε και σαν μπαμπούλας ή πολιτική σκοπιμότητα. Τόνοι μελάνι
έχουν χυθεί για τη «Γενιά του Πολυτεχνείου», που ξεπούλησε τα όνειρα και τους
αγώνες της στο βωμό του προσωπικού οφέλους και έυκαιριακού ή δια βίου
βολέματος. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τουλάχιστον όχι έτσι όπως παρουσιάζεται
από τον εκάστοτε τρομολάγνο ψηφοθήρα.
Η κάθε γενιά
έκανε αυτό που είτε μπορούσε ή της επιβλήθηκε να κάνει λόγω των συγκυριών. Έτσι
μπορεί κάποιος να πει, πως η γενιά του Πολυτεχνείου πούλησε τους αγώνες της, η
γενιά του ’80 ήταν σοσιαλιστές, η γενιά της Χούντας χειροκρότησε το δικτάτορα,
η μεταπολεμική γενιά ήταν ριψάσπιδες διότι έφυγαν μετανάστες από Αυστραλία
μέχρι Αμερική, κι ούτω καθεξής. Είναι ανούσιο και μη εποικοδομητικό να μπει κάποιος
σε μια τέτοια διαδικασία. Όπως είναι ανούσιο κι ένας γονιός να κρίνει αρνητικά τη γενιά του παιδιού του, όταν το παιδί του παίζει από προεφηβική ηλικία με smartphone, ενώ ο γονιός του σε εκείνη την ηλικία έτρωγε χώμα κι έντομα.
Η δική μου
γενιά πάντως επαναπαύθηκε. Οι σημερινοί τριαντάρηδες. Όσες περιοχές, όσα
σχολεία, όσες παρέες, περιβάλλοντα, οργανώσεις κι αν άλλαξα, δεν είδα κάτι
διαφορετικό. Δεν υπήρχε. Καμία δίψα για γνώση, καμία οργή για αλλαγή, καμία
έκρηξη αμφισβήτησης. Δε χρειάστηκε άλλωστε γιατί τα βρήκαμε έτοιμα, μασημένη
τροφή. Μεγαλώσαμε βλέποντας τις πολιτικές φιγούρες περισσότερο σαν
καρικατούρες, κι ενώ γελάγαμε με τους τσακωμούς παππούδων και θείων μας για τα
μεγάλα κόμματα, καταλήξαμε να ψηφίζουμε τα ίδια. Είδαμε να γίνονται μεγάλα
έργα, είδαμε το ευρώ να έρχεται, είδαμε Ολυμπιακούς Αγώνες, Μουντιάλ, Eurovision, θαμπωθήκαμε με φανταχτερά ανοσιουργήματα
δίχως να βλέπουμε το βούρκο που τα περιέβαλλε. Και όταν ζαλισμένοι πλέον ακούσαμε
για «οικονομική κρίση», αρχίσαμε να γελάμε, να φωνάζουμε πιο δυνατά στο γήπεδο,
να χορεύουμε περισσότερο πάνω στο τραπέζι. Κι όταν πήρανε και το γήπεδο και το
τραπέζι, νευριάσαμε με τον μετανάστη και ψηφίσαμε και τους Νεοναζί. Όμως αυτός
που νευριάζει μόνο όταν ξεβολευτεί, δεν είναι επαναστάτης, αλλά παρτάλι.
Γι αυτό έχω
και θα έχω ελπίδα για τη νέα γενιά. Γιατί είναι μια γενιά που δε μεγαλώνει με
τη δική μας μασημένη τροφή, αλλά σε ένα κόσμο που σιγά σιγά τα ανθρώπινα
δικαιώματα κερδίζουν έδαφος μπροστά στα δικαιώματα της Εκκλησίας. Γιατί η
αμφισβήτηση και η αποχή από τις εκλογές κερδίζουν έδαφος μπροστά στον εκάστοτε
ακροδεξιό ρήτορα ή όψιμο πολιτικό Μεσσία.
Προσωπικά μεγάλωσα
σε ένα σχετικά αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον. Η οικογένειά μου είναι τεράστια,
κάποτε προσπάθησα να τη γνωρίσω όλη αλλά δε τα κατάφερα ποτέ. Ένα μεγάλο μέρος
της είναι κληρικοί κι ένα άλλο μέρος της που δε ζει πλέον ήταν ένστολοι.
Μεγάλωσα από 5-6 χρονών παιδί, έχοντας καλή σχέση με το κατηχητικό, την
Εκκλησία, τον κλήρο και τους ένστολους. Μικρό παιδί μάλιστα είχα κάνει και τάμα
στη Τήνο, τη γνωστή Μπουσουλοδρομία. Ήταν η γιαγιά μου άρρωστη και είχα δει ένα
όνειρο πως θα πέθαινε, οπότε μου είπαν να κάνω τάμα στη ΜΠΑΝΑΓΙΑ να γίνει καλά.
Παιδάκι. Μπουσουλώντας. Στην Τήνο. Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό (11-12 χρονών)
και να πάω Γυμνάσιο, όπου πήγαμε σε μια έκθεση βιβλίου κι επιτέλους διάβασα για
την Αναρχία, την Αθεΐα, το ρόλο του Κράτους, τις διαφορετικές κοινωνίες, τα
αίτια πολέμων και μετανάστευσης, είχα οργώσει Εκκλησίες, μοναστήρια και κατηχητικά,
ενίοτε κι ως παπαδάκι. Κι αυτό το νοσηρό, διεθφαρμένο και μεσαιωνικό περιβάλλον
δε το επιθυμώ για κανέναν. Ήταν όμως η τόσο μεγάλη επαφή μου με τη θρησκεία που
με οδήγησε στην Αθεΐα, κι εν συνεχεία στη φυσική της εξέλιξη, τον Αντιθεϊσμό,
την πλήρη αποκύρηξη αλλά και πόλεμο σε κάθε φανατισμό και δογματισμό. Έτσι όπως
πρέπει να γίνεται.
Η νέα γενιά
πάλι έρχεται σε ένα κόσμο που εν μέρει είναι και λίγο μόδα να είσαι Άθεος, να
μη πηγαίνεις πολύ την Αστυνομία, να πετάς κανένα τσιτάτο από Αναρχία. Κάποιοι
ενοχλούνται από αυτό, εμένα δε με πειράζει στο ελάχιστο. Μακάρι να ήταν «μόδα»
όταν ήμουν κι εγώ μικρός που ήμουν ο από τους απειροελάχιστους και δακτυλοδεικτούμενους
Αναρχικούς και Άθεους στον κοινωνικό μου περίγυρο. Ελπίζω και θα το παλέψω όσο
μπορώ, οι μελλοντικές γενιές να γεννιούνται με περισσότερες παρόμοιες «μόδες»
όπως ο π.χ. ο Αντισεξισμός και ο Αντικαπιταλισμός, που είναι ακόμα ταμπού λόγω
ματσίλας και μοδάτου νεοφιλελευθερισμού.
Είναι πλήρως ανυπόστατα
λοιπόν τα παραμύθια περί «ανίκανης νέας γενιάς», «απολύτως καμίας ελπίδα για
τους νέους», «η γνώση έρχεται με την ηλικία», κλπ. Η νέα γενιά είναι και θα είναι
πάντα καλύτερη, διότι θα έχει τη γνώση
όλων των παλαιότερων γενεών καθώς και τα λάθη αυτών.
Εν τέλει λοιπόν,
η νέα γενιά θα έχει πάντα το δώρο της γνώσης. Κάθε νέα γενιά, θα γνωρίζει
περισσότερα πράγματα από την προηγούμενη κι έτσι, στατιστικά, θα εξελίσσεται σε
μια καλύτερη, πιο βελτιωμένη γενιά. Μια γενιά η οποία θα μπορεί μακροπρόθεσμα
να βελτιώσει τον κόσμο προς το καλύτερο, αρκεί να μην αφεθεί και διαβρωθεί από
τον όποιο «εύκολο δρόμο». Προσωπικά δεν έχω αλλάξει τις απόψεις μου στο
ελάχιστο εδώ και 20 χρόνια, αντιθέτως, νιώθω να ενισχύονται με όσα νέα πράγματα
μαθαίνω. Η νέα γνώση, μπορεί να αλλάξει τις απόψεις ή την ιδεολογία σου πλήρως,
μόνο αν αυτές οι απόψεις και ιδεολογία δεν είχαν σταθερές βάσεις εξαρχής. Η νέα
γενιά οφείλει να μαθαίνει, να αμφισβητεί και να ελπίζει για να της ανήκει το
μέλλον και να μη διαιωνίζει το παρελθόν.
«You don’t have to be old to be wise» που λένε και οι Judas Priest και «Here
comes the young, the new generation, you are the only ones who can make a
change» που λένε οι Scorpions.
Ζήτω η Νέα Γενιά λοιπόν. Κι όταν έρθει η ώρα να μας χωρίσει ο Θάνατος από τη Ζωή, θα τον αγκαλιάσουμε, γνωρίζοντας πως κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε ώστε να δώσουμε μεν τα απαραίτητα εφόδια στη Νέα Γενιά, αφήνοντάς παράλληλα ελεύθερο το χώρο να τα αμφισβητήσει ή να τα βελτιώσει με τη μελλοντική γνώση, μια γνώση που εμείς δε θα μάθουμε ποτέ μας. Κι ας μας πετάξει εμάς στον κάλαθο των αχρήστων της Ιστορίας, μαζί με τα έθιμα, τις θρησκείες, τα κράτη, τα σύνορα, τις παραδοσιακές οικογένειες, τα παλιά βιβλία και τα αρχαία μνημεία. Το μέλλον τους ανήκει κι εγώ δε φοβάμαι για όσα γίνουν για μένα -ή για την υστεροφημία μου- χωρίς εμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου